χαμαιδρυίτης

χαμαιδρυίτης
χαμαιδρυί̱της , χαμαιδρυίτης
flavoured with germander
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαμαιδρυΐτης — ὁ, Α φρ. «χαμαιδρυΐτης οἶνος» οίνος παρασκευασμένος από φύλλα χαμαίδρυος (Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίδρυς + κατάλ. ίτης* (πρβλ. μηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”